- εκπύημα
- το гнойник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκπύημα — το (Α ἐκπύημα) πληγή που σχημάτισε πύον … Dictionary of Greek
ἐκπυημάτων — ἐκπύημα sore that has suppurated neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπυήματα — ἐκπύημα sore that has suppurated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)